- ημεραίος
- ἡμεραῑος, -ία, -ον (Α) [ημέρα]1. αυτός που ανήκει στην ημέρα2. αυτός που διαρκεί μια μέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek